ΙΣΤΟΡΙΑ

Πόντος

 Η χώρα των μύθων και των οραμάτων

Η επαφή των Ελλήνων με τον Εύξεινο Πόντο ξεκινά με την διάδοση των διάφορων μυθικών περιγραφών και ελληνικών αποστολών στον άγνωστο αυτό μέχρι τότε τόπο. Το ταξίδι του Ιάσονα στην Κολχίδα με την αργοναυτική εκστρατεία γύρω στα 1000 π.Χ., οι Αμαζόνες, η εξορία του Προμηθέα στον Καύκασο, το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο και του Ορέστη στη Θοανία, αποτελούν το προοίμιο της γνωριμίας μας μ’ αυτόν τον μαγευτικό τόπο.

Οι έλληνες ταξιδεύουν στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου αναζητώντας μεταλλεύματα και εμπορικές ευκαιρίες. Οι πρώτοι εμπορικοί σταθμοί θα γίνουν μόνιμοι οικισμοί-πόλεις γύρω στα 800 π.Χ. Άποικοι από την Μίλητο θα ιδρύσουν την Ηράκλεια και την Σινώπη. Η Σινώπη, γενέτειρα του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, θα ιδρύσει με τη σειρά της την Τραπεζούντα το 756 π.Χ., και μια σειρά από άλλες πόλεις. Αποικίες στον Πόντο θα χτίσουν και οι Βοιωτοί και οι Αθηναίοι. Τον 6οαιώνα π.Χ. υπήρχαν ήδη στην περιοχή εβδομήντα πέντε τέτοιες αποικίες. Ο γεωγράφος Στράβων, που καταγόταν από την Αμάσεια, στο έργο του «Γεωγραφικά» αναφερόμενος στους Μιλήσιους γράφει ότι όλος ο Εύξεινος Πόντος, η Προποντίδα και πολλοί ακόμη τόποι κατοικήθηκαν από αυτούς.

Κατά την αρχαιότητα ο Πόντος περιλαμβάνει τις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου, από τον Φάση ποταμό μέχρι την Ηράκλεια την Ποντική, ενώ στο εσωτερικό εκτείνεται σε βάθος 200-300 χιλιομέτρων. Στην περιοχή οι Έλληνες άποικοι θα συναντήσουν διάφορα βαρβαρικά φύλλα όπως είναι οι Κόλχοι, οι Χάλυβες, οι Μοσύνοικοι, οι Μάκρωνες, οι Δρίλες, οι Σκύθες, οι Καρδούχοι κ.α., δεδομένου όμως ότι τα φύλλα αυτά δεν ήταν οργανωμένα πολιτικά, οι Έλληνες άποικοι θα καταφέρουν να επικρατήσουν εύκολα στην περιοχή και η ελληνική γλώσσα θα κυριαρχήσει στο εμπόριο.

Κατά τη διάρκεια του 5ουαιώνα η Αθήνα του Περικλή ενδιαφέρθηκε για τις ελληνικές αποικίες,  έστειλε τον στόλο και πρότεινε την ένταξη των αποικιών στην Αθηναϊκή συμμαχία. Η πόλη Αθήνα που χτίστηκε τότε θύμιζε αυτό το ενδιαφέρον. Η μεγάλη εμπορικής και στρατηγικής σημασία περιοχή οδήγησε τον Περικλή να επιθεωρήσει ο ίδιος τις στρατιωτικές αποικίες της Αθήνας το 453 π.Χ.

Το 401 π.Χ. ο Ξενοφώντας στο έργο του «Κύρου Ανάβασις» θα περιγράψει την πορεία επιστροφής στην πατρίδα των Ελλήνων στρατιωτών μετά τη λήξη του πολέμου με τον Κύρο. Ο Ξενοφώντας θα γράψει πως μετά από έξι μήνες πεζοπορία έφταναν «…ἐπί θάλαττα, εἰς Τραπεζούντα, πόλιν ἑλληνίδα, οἰκουμένη ἐν τῷ Εὐξείνῳ Πόντω, Σινωπέων ἀποικίαν ἐν τῇ Κόλχων χώρᾳ…». Η Τραπεζούντα είχε ήδη αναπτυχθεί οικονομικά και επί ένα μήνα φιλοξένησε και έτρεφε την πολυάριθμη στρατιά του Ξενοφώντα. Οι πλουτοφόρες περιοχές οδήγησαν σε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, η οποία σημειώνεται και με την κοπή νομίσματος στη Σινώπη τον 4οαιώνα. Ευγνωμονώντας  ο Ξενοφώντας θα τονίσει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων της πόλης.

Σταδιακά οι ελληνικές αποικίες, που δημιουργήθηκαν στην περιοχή, θα περάσουν στην περσική κυριαρχία. Ειδικότερα οι Πέρσες κατέλαβαν το 368π.Χ. την Αμισό και τη Σινώπη. Ο Ανατολικός Πόντος έμεινε ελεύθερος, αλλά και ο Δυτικός Πόντος, παρόλο που βρισκόταν υπό περσική κυριαρχία, διατήρησε τη γλώσσα και τον πολιτισμό του. Ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφώντας θα σημειώσουν ότι οι πόλεις μόνο τυπικά υποδουλώθηκαν στους Πέρσες. Την εποχή του Μέγα Αλέξανδρου και την ελληνιστική εποχή ο Πόντος θα διατηρήσει την ανεξαρτησία του, αφού τα στρατεύματα του έλληνα στρατηλάτη θα παρακάμψουν τα παράλια του Πόντου. Επίσης την περίοδο αυτή ο Δυτικός Πόντος συνεχίζει να διοικείται από σατράπες περσικής καταγωγής, αφού ο Μέγας Αλέξανδρος δεν επέκτεινε την κυριαρχία του βορειότερα της Άγκυρας.

Ένας από αυτούς τους σατράπες, ο Μιθριδάτης ο Α΄ θα δημιουργήσει το 302 περίπου π.Χ. το Βασίλειο του Πόντου με πρωτεύουσα την Αμάσεια. Η παρθικής καταγωγής δυναστεία των Μιθριδατών είχε συνεργαστεί με τον Μέγα Αλέξανδρο για την εμπέδωση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή. Σταδιακά και με επιγαμίες με ελληνίδες πριγκίπισσες το Βασίλειο θα εξελληνιστεί. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 183, το Βασίλειο του Πόντου επεκτάθηκε και ανατολικότερα και κυριάρχησε σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα. Η δυναστεία θα φτάσει στο απόγειο της με την ηγεμονία του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, που ανέλαβε το Βασίλειο το 120 π.Χ. Ο ίδιος θα προβάλλει τον εαυτό του ως απελευθερωτή των Ελλήνων από την ρωμαϊκή κατοχή και θα προκαλέσει την εξέγερση τους. Οι Μιθριδατικοί πόλεμοι, όπως έμειναν γνωστοί στην ιστορία, θα είναι μια προσπάθεια αντίστασης των Ελλήνων ενάντια στην ρωμαϊκή επεκτατική πολιτική. Το Βασίλειο του Πόντου θα αποτελέσει έναν μόνιμο πονοκέφαλο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά τελικά το 63μ.Χ. ο ρωμαίος ύπατος Πομπήιος θα νικήσει το βασίλειο και θα το υποτάξει στην υπερδύναμη της εποχής. Οι ελληνικές πόλεις θα καταστραφούν με εξαίρεση την Τραπεζούντα, η οποία είχε τηρήσει ουδέτερη στάση.

Ο Πομπήιος οργάνωσε τον Πόντο, τα δυτικά εδάφη του οποίου θα λάβουν την ονομασία Πολεμωνιακός Πόντος, τα ανατολικά την ονομασία Γαλατικός Πόντος, ενώ η περιοχή της Καππαδοκίας θα ονομαστεί Καππαδοκικός Πόντος. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή ο Πόντος θα γνωρίσει μια σημαντική ανάπτυξη και θα κατασκευαστούν σημαντικά έργα, θα δημιουργηθούν νέες πόλεις και δρόμοι, ενώ θα παραχωρηθεί στις πόλεις το προνόμιο της ελεύθερης πόλης. Ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης της το οφείλει η Τραπεζούντα στις μεγάλες αυτές οδούς, οι οποίες διευκόλυναν σημαντικά τις μετακινήσεις και έδωσαν ώθηση στο εμπόριο. Η πόλη της Τραπεζούντας θα αποτελέσει τον διαμετακομιστικό κόμβο και την γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Με το διαχωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Δυτικό και Ανατολικό, την διάδοση του χριστιανισμού και την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας θ’ αρχίσουν να διαμορφώνονται σταδιακά οι προϋποθέσεις, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία του Βυζαντινού Πόντου. Με την μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. οι επαρχίες αυτές θα αποτελέσουν τα ανατολικά της σύνορα με πολύ μεγάλη στρατηγική σημασία. Ως αποτέλεσμα θ’ αναβαθμιστεί ο ρόλος των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας.

Ο χριστιανισμός στον Πόντο θα εξαπλωθεί με τον απόστολο Ανδρέα, ενώ θα εδραιωθεί με τη δράση του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του θαυματουργού. Τα θεμέλια του χριστιανισμού θα είναι πολύ ισχυρά στην περιοχή, γεγονός το οποίο θα ασκήσει καταλυτική επίδραση στη ζωή και στη συνείδηση των Ελλήνων. Στις περιόδους των μεγάλων διωγμών των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305), Γαλερίου (306-311) και Μαξιμίνου (305-311) ο χριστιανισμός δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά ανέδειξε παράλληλα μια σειρά από μάρτυρες με γνωστότερους τον Ευγένιο από την Τραπεζούντα, τον Ουαλεριανό από την Εδίσκη, τον Κανίδιο από την Τσολόσαινα και τον Ακύλα από την Γοδαίνη της Χαλδίας. Ο άγιος Ευγένιος ενίσχυσε και εδραίωσε με το μαρτυρικό του θάνατο τον χριστιανισμό στην περιοχή και τιμόταν ως προστάτης άγιος και πολιούχος της Τραπεζούντας. Πολύ νωρίς κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θα ιδρυθούν οι περίφημες μεγάλες μονές του Πόντου το 270 μ.Χ. η Μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, το 386 μ.Χ. η Μονή της Παναγίας Σουμελά και το 752μ.Χ. η Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Τα μοναστήρια αυτά θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση και διάδοση του χριστιανισμού και θα αποτελέσουν το στήριγμα των χριστιανών Ελλήνων του Πόντου καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή τους στην περιοχή.

Σταδιακά η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θ’ αρχίσει να αποκρυσταλλώνει όλο και περισσότερο τον ελληνικό της χαρακτήρα. Η ελληνική γλώσσα είχε αποκτήσει κεντρική θέση στην Αυτοκρατορία από την εποχή ακόμη του Ιουστινιανού. Με τον 28 κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.) η Εκκλησία του Πόντου εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τα μέσα του 5ουαιώνα θ’ αρχίσουν οι επιθέσεις των Περσών οι οποίες θα κορυφωθούν τον 7οαιώνα, ενώ αργότερα μόνιμη απειλή για τον ανατολικό Πόντο για τρεις αιώνες, από τον 7οως τον 10οθα αποτελούν οι Άραβες. Για να ενισχυθεί το ανατολικό άκρο της Αυτοκρατορίας η Τραπεζούντα γίνεται πρωτεύουσα του θέματος της Χαλδίας, ενώ η επισκοπή της αναβαθμίζεται σε μητρόπολη. Τα εδάφη του Πόντου μοιράστηκαν σε τρία θέματα, της Κολωνίας, το Αρμενιάκον και της Χαλδίας. Το θέμα Χαλδίας αποτελούνταν από το βάνδο Τρικωμίας, το βάνδο Γημωρών και το βάνδο των Ματσουκάων.

Η νέα δύναμη που σταδιακά θα επικρατήσει στο προσκήνιο της ιστορίας είναι οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι με το πλήθος των τουρκικών εμιράτων που θα ιδρύσουν στην περιοχή της Μικράς Ασίας θ’ αποτελέσουν το μόνιμο κίνδυνο του Βυζαντίου στην ευρύτερη περιοχή. Μετά τη χαμένη μάχη του Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου του 1071 με τους Σελτζούκους η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αρχίζει και χάνει σταδιακά τις ανατολικές επαρχίες της. Η ημερομηνία αυτή θ’ αποτελέσει το ορόσημο της παρουσίας του Ισλάμ στην περιοχή μέχρι και σήμερα. Οι Σελτζούκοι θα δημιουργήσουν το σουλτανάτο του Ρουμ με έδρα το Ικόνιο και το εμιράτο των Ντανισμέδων με πρωτεύουσα την Νεοκαισάρεια. Κατά διαστήματα θα καταλαμβάνουν ελληνικές πόλεις, τις οποίες η κεντρική διοίκηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θα προσπαθεί και θα τις ανακαταλαμβάνει.

Παράλληλα την περίοδο αυτή το Βυζάντιο θ’ αλλάξει τη συνετή πολιτική της παραχώρησης προνομίων στους θεματάρχες του Πόντου και θα αδιαφορήσει για τα ανατολικά του σύνορα. Ο Θεόδωρος Γαβράς αντιλαμβανόμενος την αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να διοικήσει αποτελεσματικά τις επαρχίες αυτές διεκδικεί την αυτονομία της περιοχής και καταφέρνει να κηρύξει το 1074 τον Πόντο ανεξάρτητο. Θα αμυνθεί και θα αναχαιτίσει αποτελεσματικά για 22 χρόνια την σελτζουκική επιδρομή που απειλεί την ακεραιότητα των ανατολικών αυτών εσχατιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η λαϊκή μούσα θα τραγουδήσει τον ένδοξο ακρίτα και τα κατορθώματα του. Το 1098, όμως, ο Θεόδωρος Γαβράς θα πέσει στα χέρια των Σελτζούκων. Ο μαρτυρικός του θάνατος στη Θεοδοσιούπολη (Ερεζερούμ) θα οδηγήσει την Εκκλησία να τον ανακηρύξει Άγιο. Την αυτόνομη διοίκηση της περιοχής συνέχισαν οι απόγονοι του Γαβρά μέχρι το 1140. Μετά από αυτό το μικρό μεσοδιάστημα της αυτονομίας η περιοχή επανέρχεται στην κεντρική διοίκηση και στην αυτοκρατορία, όμως διατηρεί, κάποια ξεχωριστά προνόμια.

Τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη κατά το τέλος του 12ουαιώνα θα λειτουργήσουν καταλυτικά και θα ενισχύσουν τις φυγόκεντρες τάσεις των επαρχιών. Συγκεκριμένα, το 1185 ο Ανδρόνικος Κομνηνός δολοφονείται από την αυτοκρατορική δυναστεία των Αγγέλων και θα χάσει το θρόνο. Τα δυο του εγγόνια, ο Αλέξιος και ο Δαυίδ Κομνηνός θα καταφύγουν στην αυλή της θείας τους, πριγκίπισσας της Γεωργίας Θάμαρ. Οι απόψεις των ερευνητών διίστανται σχετικά με την ημερομηνία άφιξης τους στην αυλή της Θάμαρ. Φυγαδεύτηκαν εκεί το 1185 μετά την δολοφονία του αυτοκράτορα παππού τους Ανδρόνικου ή λίγο πριν το 1204; Αν πιστέψουμε την πρώτη υπόθεση τότε έφτασαν νήπια στην Γεωργία και ανατράφηκαν εκεί. Αν ισχύει η δεύτερη υπόθεση τότε ανατράφηκαν στην Κωνσταντινούπολη και έφτασαν στη Γεωργία λίγο πριν την κατάληψη της Τραπεζούντας και την ίδρυση της Αυτοκρατορίας τους.

Όποια και να είναι η αλήθεια στο όχι και τόσο ξεκάθαρο αυτό σημείο της ιστορίας, οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η κατάληψη της Τραπεζούντας και η ίδρυση της Αυτοκρατορίας από τους Κομνηνούς έγινε λίγες μέρες πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, δηλαδή στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου του 1204. Ο Αλέξιος ο Α΄ θα κυριεύσει τον Ανατολικό Πόντο από το Ρίζαιον μέχρι τη Σινώπη, ενώ ο αδερφός του Δαυίδ θα καταλάβει τις περιοχές δυτικά της Σινώπης μαζί με την επαρχία της Παφλαγονίας.

Την ίδια περίοδο θα δημιουργηθούν και τα άλλα δυο κρατικά μορφώματα που είναι η αυτοκρατορία της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Και οι τρεις διεκδικούν τον ρόλο του κληρονόμου και συνεχιστή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η διένεξη αυτή και ο ανταγωνισμός θα οδηγήσει στην πολεμική σύγκρουση του Δαυίδ Κομνηνού της Τραπεζούντας και του Θεόδωρου Λάσκαρη της Νίκαιας. Ο Λάσκαρης θα νικήσει τον Κομνηνό και έτσι ο τελευταίος θα περιοριστεί στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και στην ποντιακή ενδοχώρα. Η απελευθέρωση τελικώς της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο της Νίκαιας το 1261 θα σβήσει μια για πάντα τα όνειρα των Κομνηνών για επιστροφή στο θρόνο της Βασιλεύουσας. Από το σημείο αυτό και μετά, και έπειτα από τις διπλωματικές επαφές του Παλαιολόγου με τους Κομνηνούς οι τελευταίοι θ’ αλλάξουν τον τίτλο «βασιλεῖς και αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων», ο οποίος θα παραμείνει σε χρήση μόνο για τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης σε «ἐν Χριστῴ βασιλεῖς και αὐτοκράτορες πάσης Ἀνατολής, Ἰβήρων και Περατείας». Το σύμβολο της αυτοκρατορίας θα γίνει ο μονοκέφαλος αετός με το κεφάλι πλέον στραμμένο στην Ανατολή.

Η οργάνωση του ύστερου αυτού μεσαιωνικού κράτους που έμεινε γνωστό ως η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θα ακολουθήσει τις βυζαντινές οργανωτικές δομές του 11ουαιώνα, ενώ και η εκκλησία της Τραπεζούντας θα υπαχθεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η εισβολή και σταδιακή εδραίωση των προ-οθωμανικών τουρκικών φύλων στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας θα αποτελέσει τον μόνιμο πονοκέφαλο του νεοσύστατου κράτους. Η αυτοκρατορία θα επιδοθεί σε συνεχείς μάχες και προσπάθεια συγκράτησης των κεκτημένων από την επεκτατική διάθεση των Τούρκων. Στην αυτοκρατορική αυλή κατά τον 14οκαι 15οαιώνα θα διαδοθεί η πρακτική της σύναψης συμμαχιών μέσω των μικτών γάμων. Η πολιτική αυτή της σύναψης συμμαχιών δεν θα περιοριστεί μόνο μεταξύ της αυτοκρατορίας και του Βυζαντίου, αλλά ούτε μόνο μεταξύ των γειτονικών κρατών, όπως της Γεωργίας, του Καυκάσου και των κοντινών τουρκικών εμιράτων αλλά ακόμη και με πιο απομακρυσμένες ηγεμονίες όπως τη Σερβία και άλλα Βαλκανικά κράτη.

Εκτός του εξωτερικού κινδύνου που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Μεγάλοι Κομνηνοί, θα ταλανίσει την Αυτοκρατορία και η εσωτερική διάσπαση από τις τοπικές αρχοντικές οικογένειες, οι οποίες θα την οδηγήσουν σε μια μακρά περίοδο εμφύλιων συρράξεων.

Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στη διάρκεια του σύντομου βίου της κατάφερε να προκόψει στις επιστήμες, στην τέχνη και στην οικονομία. Η πόλη της Τραπεζούντας εξελίχθηκε σε σπουδαίο εκπαιδευτικό κέντρο. Την αστρονομία και τα μαθηματικά θα διδάξουν οι ονομαστοί διδάσκαλοι Γρηγόριος Χονιάδης, Κωνσταντίνος Λουκίτης και ο ιερέας Μανουήλ. Την ιστορική επιστήμη θα θεραπεύσουν ο Τραπεζούντιος Θεωνάς, ο χρονικογράφος της Αυτοκρατορίας Μιχαήλ Πανάρετος, ο Ανδρέας Λιβαδηνός και ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος. Πολύ σημαντικές μορφές, οι οποίες θα παίξουν πολύ σπουδαίο ρόλο στα γράμματα στη Δύση, θα είναι ο καρδινάλιος Βησσαρίων και ο Γεώργιος ο Τραπεζούντιος.

Η οικονομική πρόοδος της Αυτοκρατορίας ήταν πολύ σημαντική. Το λιμάνι της Τραπεζούντας αποτελούσε σημαντικό διαμετακομιστικό εμπορικό κόμβο για τα καραβάνια της Ανατολής από και προς την Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε δηλαδή για τους Δυτικούς «ο προθάλαμος της Κεντρικής Ασίας». Μετά την καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους στα μέσα του 13ουαιώνα και ως τα τέλη του 15ουη Τραπεζούντα έγινε το αποκλειστικό σχεδόν διαμετακομιστικό κέντρο για προϊόντα από την Ανατολή προς τη Δύση και τη Ρωσία και το αντίστροφο. Η οικονομία της Τραπεζούντας στηρίχτηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην αγροτική παραγωγή και στην εμπορική δραστηριότητα. Μάλιστα πολλά από τα προϊόντα ήταν εξαγώγιμα, ενώ υπήρχε αυτάρκεια σε γεωργούς βιοτέχνες και επαγγελματίες.

Αξιοσημείωτες ήταν οι εμπορικές σχέσεις που ανέπτυξε η Αυτοκρατορία με τους Γενουάτες και τους Βενετούς. Μάλιστα οι Βενετοί και κυρίως οι Γενουάτες διέθεταν, με προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Μεγάλους Κομνηνούς, δικές τους συνοικίες και αποθήκες τόσο στην Τραπεζούντα όσο και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα με την Κωνσταντινούπολη στην Τραπεζούντα οι Μεγάλοι Κομνηνοί δεν προχώρησαν ποτέ σε πλήρη ατέλεια των ξένων εμπόρων στην περιοχή τους. Το κράτος διατήρησε ως το τέλος ένα ποσοστό φορολογίας στα εξαγόμενα προϊόντα, το οποίο, αν και μειωνόταν σταδιακά, δεν έφτασε ποτέ κάτω από 6% ή 5%. Σε εποχές μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας τα έσοδα από το «κομέρκιον», τον εμπορικό δασμό δηλαδή, έφταναν μέχρι και 20% ως 30% των εσόδων του κράτους. Ενδεικτικό της ευημερίας και της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας ιδιαίτερα κατά το 13οκαι 14οαιώνα ήταν και η νομισματική δραστηριότητα της Αυτοκρατορίας.

Κατά τη μετασελτζουκική περίοδο έχουν ισχυροποιηθεί τα τουρκομανικά εμιράτα, ένα εκ των οποίων θα ισχυροποιηθεί τόσο πολύ, ώστε θα αποτελέσει την κυρίαρχη δύναμη της περιοχής, τους Οθωμανούς Τούρκους. Τα περιθώρια στενεύουν και το τέλος της Αυτοκρατορίας φαίνεται πολύ κοντινό. Πράγματι στις 15 Αυγούστου του 1461 μετά από πολιορκία 30 ημερών η Τραπεζούντα πέφτει στα χέρια των Οθωμανών. Ο ρόλος του Γεώργιου Αμοιρούτζη αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα αίνιγμα, καθώς ήταν ο κύριος διπλωμάτης του τελευταίου αυτοκράτορα Δαυίδ Α΄, ο οποίος και τον έπεισε να παραδώσει την πόλη στους Οθωμανούς. Άλλωστε η ευνοϊκή μεταχείριση του από το σουλτάνο και η απολαβή αξιωμάτων σε μέλη της οικογένειας του ενισχύουν τις απόψεις που τον θέλουν να έχει παίξει ρόλο προδότη. Ήταν εξάλλου συγγενής με τον στρατηγό του Μωάμεθ τον Μαχμούτ.

Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας είχε διατηρηθεί για 257 χρόνια. Οι αλλεπάλληλες διοικητικές και εδαφικές αλλαγές, τόσο στα αρχαία και ρωμαϊκά-βυζαντινά, όσο και στα οθωμανικά χρόνια, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο τον ακριβή καθορισμό των διοικητικών ορίων του ιστορικού Πόντου, όπως αυτός διαμορφώνεται στη συλλογική συνείδηση των ελληνοποντίων και θα αποτυπωθεί στο χάρτη που θα εκδώσει το 1919 ο Κ. Κωνσταντινίδης στη Μασσαλία. Τα όρια που ορίζονται στο χάρτη του διεκδικούμενου Πόντου ταυτίζονται με τα όρια που απέκτησε ο Πόντος στην περίοδο της ακμής του, δηλαδή την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.

Μετά την κατάλυση της πολλοί θα μετοικήσουν στη Ρωσία, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στο εσωτερικό του Πόντου. Από αυτό το κύμα των προσφύγων προέρχονται οι πόντιοι πρωτεργάτες της ελληνικής επανάστασης του 1821, Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης. Με την κατάκτηση και του τελευταίου κράτους του μεσαιωνικού ελληνισμού πολλοί λόγιοι της εποχής θα φύγουν για τη Δύση μεταξύ των οποίων και ο Βησσαρίωνας και θα συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην αναγέννηση της Δύσης. Θα ακολουθήσει μια περίοδος αθρόων εξισλαμισμών και καταπιέσεων. Οι αυθαιρεσίες των τοπικών ντερεμπέηδων θα επιτείνουν τους εξισλαμισμούς αλλά σε συνδυασμό με τις καταπιεστικές και άθλιες συνθήκες διαβίωσης, θα ενισχύσουν και το φαινόμενο της μετανάστευσης. Οι υπόδουλοι θα αναζητήσουν μια καλύτερη μοίρα στις περιοχές της Ρωσίας και στις προνομιούχες, λόγω των μεταλλείων, περιοχές της Αργυρούπολης. Οι Έλληνες μεταλλωρύχοι της Αργυρούπολης έχοντας την τεχνογνωσία εξόρυξης των πολύτιμων μεταλλευμάτων, θεωρήθηκαν αναντικατάστατοι από την Πύλη και για το λόγο αυτό απολάμβαναν μια σειρά από προνόμια.

Την περίοδο της Οθωμανοκρατίας στον Πόντο ο ελληνικός πληθυσμός θα οργανωθεί σε κοινότητες με προεξάρχοντες τους δημογέροντες. Κύρια υποχρέωση τους προς την οθωμανική διοίκηση ήταν η ευνομία των Ελλήνων υπηκόων, του μιλλετιού των Ρωμιών δηλαδή, και η απόδοση της φορολογίας στην Πύλη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρήθηκε και του αποδόθηκαν προνόμια, τα οποία στόχευαν ακριβώς στον πολιτικό έλεγχο των υποδούλων. Οι έλληνες συνέδεσαν ουσιαστικά την ύπαρξη τους με το Πατριαρχείο. Τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου θα διατηρήσουν τα προνόμια τους και θα είναι η πνευματική αλλά και η εθνική αναφορά τους. Ο ρόλος αυτός των μονών θα αποκρυσταλλωθεί με το θεσμό της εξαρχίας ο οποίος θα τους αποδοθεί στις αρχές του 18ουαιώνα. Έτσι λοιπόν, οι Έλληνες προσφεύγουν στις μονές για να βρουν λύση πέρα από τα θρησκευτικά τους ζητήματα, στα εκπαιδευτικά, στα κοινωνικά, στις δικαστικές διαφορές αλλά και σε θέματα επιβίωσης.

Με το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου και τη Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 η πολιτική κατάσταση αρχίζει σταδιακά να αλλάζει. Ύστερα και από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάζεται ν’ αποδώσει κάποιες ελευθερίες στα διάφορα μιλλέτ. Έτσι εγκαινιάζεται η περίοδος των Τανζιμάτ, όπου με τα δυο μεταρρυθμιστικά διατάγματα το Χάτι Σερίφ του Γκιούλχανε το 1839 και το Χάτι Χουμαγιούν το 1856 δίνονται διάφορα προνόμια στους Έλληνες αλλά και στις υπόλοιπες μειονότητες.

Κάποια από τα αποτελέσματα των προνομίων αυτών είναι η οικονομική και εκπαιδευτική πρόοδος των υποδούλων. Παράλληλη συνέπεια των προνομίων είναι η αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών. Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, δηλαδή της εξωτερικής αποδοχής του Ισλάμ και της κρυφής διατήρησης της χριστιανικής πίστης, ήταν ένα τέχνασμα των χριστιανών, με το οποίο διατήρησαν, έστω και κρυφά, την πίστη τους. Τα μεγάλα μοναστήρια θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο τόσο κατά τη διάρκεια του φαινομένου του κρυπτοχριστιανισμού όσο και κατά την περίοδο της αποκάλυψής τους.

Πιο συγκεκριμένα, οι κρυπτοχριστιανοί παίρνοντας θάρρος από τα προνόμια που τους χορηγούσε το διάταγμα του Χάτι Χουμαγιούν το 1856, το οποίο μιλούσε για θρησκευτική ελευθερία, επιχείρησαν να αποκαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα. Συγκεντρώθηκαν το Μάρτιο του 1857 στη μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου, όρισαν αντιπροσωπεία και συνέταξαν επιστολή την οποία έστειλαν στις Μ. Δυνάμεις, το Πατριαρχείο και την Υψηλή Πύλη. Με την πίεση των Μ. Δυνάμεων κάποιοι, ελάχιστοι, αναγνωρίστηκαν ως χριστιανοί. Αυτή η αναγνώριση, όμως, σήμαινε νέες κακουχίες και διωγμούς. Από τις εκθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας φαίνεται ότι υπήρχαν το 1914 καταγραμμένοι 43.000 κρυπτοχριστιανοί.

Από τον 19οαιώνα αρχίζει η άνθηση του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο και δημιουργείται μια ιδιαίτερα δυναμική ελληνική αστική τάξη. Η εκπαίδευση οργανώνεται, δημιουργούνται πολιτιστικοί και φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, το 1880 δημιουργείται το ελληνικό τυπογραφείο στην Τραπεζούντα, ενώ ιδιαίτερα μετά το β΄ μισό του 19ουαιώνα οι Έλληνες ελέγχουν σχεδόν όλη την οικονομία του ανατολικού Πόντου. Όλοι αυτοί οι κοινωνικοί, πνευματικοί και οικονομικοί παράγοντες θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.

Την ίδια περίοδο, που αρχίζουν ν’ ανθούν οι κατακτημένοι λαοί, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει σταδιακά να καταρρέει. Ένα-ένα τα κράτη αρχίζουν να κερδίζουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους με συνέπεια η Αυτοκρατορία να περιορίζεται όλο και περισσότερο προς την Ανατολή. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θα επιδοθούν σ’ έναν αγώνα μεταξύ τους για την εκμετάλλευση αυτής της κατάστασης. Ο «μεγάλος ασθενής», όπως αποκάλεσαν την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αποτελέσει το πεδίο του ανταγωνισμού για τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες θα προσπαθήσουν να αποκομίσουν οφέλη από την κατάρρευση της. Την ανεξαρτησία τους θα κερδίσουν με χρονολογική σειρά η Ελλάδα το 1821, το Μαυροβούνιο 1860, η Ρουμανία του 1862, η Σερβία το 1876, η Βουλγαρία το 1878 και η Αλβανία το 1913. Η εθνική αυτή αφύπνιση θα έχει αντίκτυπο και στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Πέρα από την εθνική αφύπνιση των Βαλκανικών κρατών που ανησυχεί την Αυτοκρατορία, την ενοχλεί ότι ο έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων βρίσκεται σε χριστιανικά χέρια, ενώ στο πρώτο μισό του 19ουαιώνα θα κάνουν την εμφάνιση τους στην περιοχή και οι δυτικοί ιεραπόστολοι, τόσο οι προτεστάντες όσο και οι ρωμαιοκαθολικοί.

Συνέπεια της κρίσης αυτής, στην οποία εισέρχεται η Οθωμανική αυτοκρατορία είναι η ενδυνάμωση του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος ισχυροποιείται με την σταδιακή απώλεια των εδαφών. Συνέπεια του τουρκικού εθνικισμού θα είναι η εχθρική αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Τα μιλλέτ των Ελλήνων και των Αρμενίων, που θεωρούνταν υπήκοοι της αυτοκρατορίας αρχίζουν σταδιακά να μετατρέπονται σε εχθρούς της εθνικής υπόστασης του κράτους. Οι σφαγές των Αρμενίων το 1895-6 θα  είναι μόνο η αρχή. Θα προϊδεάσουν αυτό το οποίο θα ακολουθήσει, κανείς όμως δεν μπορεί να φανταστεί πως ο νεοπαγής αυτός εθνικισμός των Τούρκων θα φτάσει μέχρι την ολοκληρωτική σχεδόν εξόντωση και εξαφάνιση των χριστιανικών πληθυσμών.

Το πολιτικό σκηνικό αλλάζει. Το 1908 έρχονται στην εξουσία οι Νεότουρκοι και ανατρέπονται τα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεδομένα. Ο σουλτάνος χρόνο με το χρόνο παραγκωνίζεται. Βέβαια αλλάζει ραγδαία και η διεθνής πολιτική σκηνή. Οι Τούρκοι χάνοντας σταδιακά όλα τα προηγούμενα χρόνια εδάφη, κυρίως στα Βαλκάνια είναι αποφασισμένοι να σταματήσουν αυτήν την αιμορραγία. Κορυφαία στελέχη των Νεοτούρκων εκφράζουν ακραίες ρατσιστικές απόψεις σύμφωνα με τις οποίες όλα τα έθνη εκτός του τουρκικού θα πρέπει να εξοντωθούν. Ο δρ Ναζίμ Μπέης και ο δρ Σακίρ Μπαχαντίν εκφράζουν σε δημόσιες τοποθετήσεις τους την πολιτική ιδεολογία του κινήματος, που δεν είναι άλλη από την εξολόθρευση όλων των μη τουρκικών πληθυσμών. Οι ηγέτες των Νεοτούρκων, η τριανδρία Ενβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ θα πρωτοστατήσουν στα γεγονότα που θα ακολουθήσουν. Σε συνέδριο τους στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1911 διατυπώνουν το σύνθημα η «Τουρκία στους Τούρκους» και αποφασίζεται η φυσική εξόντωση των χριστιανικών εθνοτήτων. Τι σήμαινε όμως πρακτικά αυτό; Είτε την βίαιη αφομοίωση των εθνικών μειονοτήτων, είτε την εξολόθρευση και εκδίωξη τους από την περιοχή. Τώρα χρειαζόταν μια δικαιολογία. Η αναστάτωση που δημιουργήθηκε με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν ότι ακριβώς ζητούσαν.

Σύμμαχο και συμπαραστάτη στην νέα αυτή γενοκτονική περίοδο, που ξεκινά η Τουρκία, θα βρει την γερμανική πολιτική, η οποία είχε τεράστια οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα στην περιοχή. Από τις αρχές του 1914 με την καθοδήγηση του γερμανού στρατηγού LimanvonSandersάρχισαν οι συστηματικοί διωγμοί και οι εξορίες. Τα μέτρα που λαμβάνουν οι Νεότουρκοι προκαλούν την αντίδραση ακόμη και συμμαχικών τους κρατών, οι διπλωμάτες των οποίων προσπαθούν να συγκρατήσουν την εξολοθρευτική μανία τους. Τραγική απόληξη αυτών των διωγμών και εκτοπίσεων θα είναι η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915. Η συστηματική εξολόθρευση οργανώθηκε από την ειδική μυστική οργάνωση Teskila-IMahsusa, που ήταν το όργανο δράσης του κόμματος των Νεότουρκων Ένωση και Πρόοδος. Συνολικά περίπου 1.500.000 εκατομμύριο άνθρωποι, οθωμανοί υπήκοοι, εξολοθρεύονται. Οι περιουσίες τους διαμοιράζονται στα εγκληματικά στοιχεία που συμμετείχαν στις σφαγές. Άλλωστε σε μεγάλο βαθμό η αστική τάξη της Τουρκίας δημιουργήθηκε από τις περιουσίες των χριστιανών Ελλήνων και Αρμενίων.

Όσον αφορά στην συστηματική εξολόθρευση των Ελλήνων το πρώτο σοβαρό βήμα ήταν ο εμπορικός αποκλεισμός των επιχειρήσεων που άρχισε το 1914. Λίγο αργότερα άρχισε η επιστράτευση όλων των αντρών από 15 έως 45 ετών τους οποίους έστελναν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού). Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αρσενικού πληθυσμού άτακτες ομάδες επιτίθονταν στα ελληνικά χωριά λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Διπλωματικά έγγραφα συμμάχων της Τουρκίας αναγνωρίζουν στις μεθόδους των Νεότουρκων συστηματική εκτόπιση και εξολόθρευση των Ελλήνων, όπως ακριβώς λίγα χρόνια νωρίτερα με τους Αρμένιους. Οι συστηματικές αυτές εκτοπίσεις είχανε στόχο την φυσική εξόντωση των χριστιανών. Για το λόγο αυτό πραγματοποιούνταν την περίοδο του χειμώνα και δεν επιτρεπόταν στους εκτοπισμένους να μεταφέρουν μαζί τους τρόφιμα. Απαγορευόταν κάθε βοήθεια σε γέρους, παιδιά και αρρώστους, οι οποίοι αφήνονταν αβοήθητοι να πεθάνουν στην διαδρομή. Κατά τη διάρκεια της εκτοπίσεως τους ανάγκαζαν να πλυθούν σε ειδικούς λουτρώνες σε θερμοκρασία 40 βαθμών με το πρόσχημα της υγιεινής. Έπειτα τους παρέτασσαν στο χιόνι, χωρίς ρούχα, για να περιμένουν την επιθεώρηση του αστυνόμου και του γιατρού. Η διαδικασία αυτή που διαρκούσε πάνω από τρεις ώρες οδηγούσε τεχνηέντως στη «φυσική» εξόντωση των εκτοπισμένων. Επιπλέον κατά την ιατρική εξέταση ορίζονταν ως άρρωστοι οι υγιέστεροι από την ομάδα και κατά την αποστολή τους στα νοσοκομεία θανατώνονταν.

Αυτό το κύμα της συστηματικής εξόντωσης ήταν επόμενο να ξεσηκώσει τις διαμαρτυρίες των ελληνικών και ξένων διπλωματικών αποστολών, οι οποίες στις αναφορές προς τις κυβερνήσεις τους αναφέρονται με λεπτομέρειες στη προσπάθεια εξολόθρευσης του χριστιανικού στοιχείου. Μάλιστα αντιρρήσεις προς τα συγκεκριμένα μέτρα διατύπωναν και μετριόφρονες τούρκοι πολιτικοί.

Ένα σύντομο ανάχωμα στην καταστρεπτική καταιγίδα που έχει πέσει στην Ανατολή θα αποτελέσει η είσοδος των ρωσικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 1916 στην Τραπεζούντα και η παραμονή τους εκεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1918. Οι Τραπεζούντιοι μέχρι το 1918 δεν θα υποστούν συστηματικές σφαγές για δυο επιπλέον σημαντικούς λόγους. Πρώτα και κύρια η παρουσία στην πόλη τόσων διπλωματικών αποστολών εμπόδιζε τα σχέδια τους, καθώς η απροκάλυπτη γενοκτονική δράση τους θα ξεσήκωνε την διεθνή κοινή γνώμη. Ο δεύτερος εξίσου σημαντικός λόγος ήταν η παρουσία στον μητροπολιτικό θρόνο της πόλης ενός σπουδαίου ιεράρχη με ηγετικές ικανότητες, του Χρύσανθου Φιλιππίδη. Η εκτίμηση δε και των τουρκικών αρχών προς το πρόσωπο του και η σύνεση με την οποία διοίκησε την Τραπεζούντα κατά τη ρωσική κατοχή, απέτρεψε τα αντίποινα προς τους Έλληνες, κατά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την πόλη το 1918.

Η αντίδραση των Ελλήνων στην πολιτική της εξολόθρευσης που ακολουθούσαν οι Τούρκοι ήτανε η δημιουργία αντάρτικων ομάδων. Οι ομάδες αυτές στην αρχή ήταν ασύνδετες μεταξύ τους και λειτουργούσαν ως πολιτοφυλακή των χωριών για την προσωπική προστασία των κατοίκων. Μετά το 1916 άρχισε να συστηματοποιείται το αντάρτικο στον Πόντο, ενώ στην περίοδο ακμής του υπολογίζονται να είναι ενταγμένοι σ’ αυτό περισσότεροι από 18.000 ένοπλοι. Οι τουρκικές πηγές, που χρησιμοποιούν το αντάρτικο ως δικαιολογία για τις μαζικές σφαγές, ανεβάζουν τον αριθμό στις 25.000. Σε όλες τις εκκλήσεις των ανταρτών για βοήθεια η μητροπολιτική Ελλάδα κώφευσε.

Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 αλλάζει η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, που είχε συμφωνήσει για την διανομή των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πλέον στηρίζει το δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας.

Οι Έλληνες της διασποράς με μια σειρά από ενέργειες θα  προσπαθήσουν να ενισχύσουν τα δίκαια του Ελληνισμού στον Πόντο. Στο Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο τον Ιούλιο του 1917, που θα πραγματοποιηθεί στο Ταϊγάνιο, αποφασίστηκε η εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου που θα εργαστεί για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. Στο Α΄ Παμποντιακό Συνέδριο που συνήλθε στη Μασσαλία το Φεβρουάριο του 1918 θα επαναδιατυπωθεί το αίτημα για την Ελληνική Δημοκρατία του Πόντου. Θα ξεκινήσει από το συνέδριο αυτό και εξής μια έντονη προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος αυτού της αυτοδιάθεσης των Ελλήνων του Πόντου και της ίδρυσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Από το Συνέδριο της Μασσαλίας και εξής θα ακολουθήσουν και άλλα συνέδρια που θα διατυπώσουν το ίδιο αίτημα. Τον Ιούλιο του 1918 στο Μπακού, το Νοέμβριο του 1918 στο Παρίσι. Φωτισμένοι Έλληνες της διασποράς θα πρωτοστατήσουν στους αγώνες για τη δημιουργία της αυτόνομης Δημοκρατίας του Πόντου. Μεταξύ άλλων ο Κ. Κωνσταντινίδης από τη Μασσαλία, ο Β. Ιωαννίδης και ο Θ. Θεοφύλακτος από το Βατούμ, ο Ι. Πασσαλίδης από το Σοχούμ, ο Λ. Ιασωννίδης και ο Φ. Κτενίδης από το Κρασνοντάρ. Είχαν δημιουργηθεί πλέον εθνικά συμβούλια και οργανώσεις σε όλη την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και τη νότια Ρωσία αλλά και την Ελλάδα.

Με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και τη Συνθήκη του Μούδρου που υπογράφτηκε στις 17/30 Οκτωβρίου 1918 αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες του ποντιακού ελληνισμού.

Ο Βενιζέλος όμως έχοντας ελλιπείς πληροφορίες για την υπόθεση του Πόντου, θα καταθέσει πρόταση στη Συνδιάσκεψη της ειρήνης στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 για την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Η θέση αυτή του Βενιζέλου ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις.

Η έντονη αυτή αντίδραση οδήγησε στην αποστολή στην περιοχή του Πόντου του συνταγματάρχη Δ. Καθενιώτη και του Ι. Σταυριδάκη. Όλες οι προτάσεις του Χρύσανθου και αργότερα του Καθενιώτη προς τους Συμμάχους για ενίσχυση του ποντιακού κινήματος έπεσαν στο κενό. Η Βρετανία κρίνοντας μη βιώσιμη την λύση της συγκρότησης Ομοσπονδίας σε συνεργασία των Ελλήνων και των Αρμενίων προέκρινε την ακεραιότητα της Τουρκίας αλλάζοντας την πολιτική της.

Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ως εκπρόσωπος των Ποντίων, επενέβη στις εργασίες της Συνδιασκέψης Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας αυτόνομου Ελληνικού Κράτους στον Πόντο. Η έντονη διπλωματική δράστηριότητα που ανέπτυξε και οι επαφές του με τους ηγέτες των χωρών της Αντάντ είχανε θετικές επιδράσεις. Συνάντησε τον Απρίλιο του 1919 τον Βενιζέλο στο Παρίσι και τον ενημέρωσε για το ζήτημα του Πόντου, ο οποίος παραδέχτηκε ότι το είχε χειριστεί λάθος. Ο Χρύσανθος κατέθεσε ξεχωριστό υπόμνημα για τη δημιουργία Ανεξάρτητης Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου και ο αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον δήλωσε ότι ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητο κράτος.

Ημερομηνία σταθμός για την γενοκτονία των ελλήνων του Πόντου αποτελεί η 19ηΜαϊου 1919. Αυτός είναι και ο λόγος που η συγκεκριμένη μέρα επιλέχτηκε συμβολικά από την ελληνική πολιτεία το 1994 ως η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Την ημέρα αυτή ο Κεμάλ Πασάς (ο μετέπειτα επονομαζόμενος Ατατούρκ) θα αποβιβαστεί στην Σαμψούντα με την εντολή να προστατέψει τους οθωμανούς υπηκόους (δηλαδή και τους έλληνες και αρμένιους) από τις σφαγές των άτακτων ομάδων. Ο Κεμάλ, όμως, αντ’ αυτού αυτονομήθηκε από την κεντρική εξουσία και δημιούργησε το εθνικιστικό κίνημα. Βασικό του μέλημα ήταν η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Η μεγάλη επιτυχία του Κεμάλ από την αρχή της προσπάθειας του κινήματος του είναι η συμμαχία του με τους Σοβιετικούς. Η απροσδόκητη αυτή βοήθεια τόσο σε χρήματα (πάνω από 10 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια) όσο και σε πολεμικό υλικό βοήθησε την Τουρκία να ανασυνταχτεί και να οργανώσει το στρατό της.

Όμως εκτός του τακτικού στρατού η Τουρκία είχε στην υπηρεσία της άτακτες ομάδες ενόπλων, τους τσέτες, στους οποίους έδινε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Τις ομάδες αυτές αποτελούσαν πλιατσικολόγοι, ληστές και φυλακισμένοι, που αφέθηκαν ελεύθεροι για να χρησιμοποιηθούν στις επιθέσεις κατά των χριστιανών. Γνωστός για την θηριωδία του έμεινε ο Οσμάν Αγάς, γνωστός ως Τοπάλ Οσμάν.

Το Δικαστήριο Ανεξαρτησίας που δημιουργήθηκε με έδρα την Αμάσεια καταδίκασε το 1921 με την εσχάτη των ποινών εκατοντάδες διανοούμενους και πρόκριτους του Πόντου με την κατηγορία της απόσχισης του Πόντου από την Τουρκία. Το ηρωικό φρόνημα των αγωνιστών αποτυπώνεται στο λόγο του εθνομάρτυρα Νίκου Καπετανίδη όταν του απαγγέλθηκε η κατηγορία ότι αγωνιζόταν για την απόσχιση του Πόντου από την Τουρκία. Εκείνος σηκώθηκε και συμπλήρωσε: Όχι μόνο για την ανεξαρτησία αλλά και για την ένωση του με την Ελλάδα.

Ο Χρύσανθος συνέχισε τις προσπάθειες του εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις και είχε επαφές με ηγέτες της Γεωργίας και της Αρμενίας. Στις 23 Ιουνίου 1919 εκλέχτηκε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου το οποίο εξέδιδε την εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος και αγωνιζόταν και αυτό για τη δημιουργία ανεξάρτητης Δημοκρατίας στον Πόντο. Τελικώς, τον Ιανουάριο του 1920  υπογράφτηκε συμφωνία για δημιουργία ελληνοαρμενικής ομοσπονδίας μεταξύ του Χρύσανθου και του Αρμένιου πρωθυπουργού Χατισιάν. Τελικώς, όμως λόγω κάποιων διαφωνιών, της αμοιβαίας καχυποψίας αλλά και την άρνηση των Άγγλων να επιτρέψουν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο το σχέδιο ναυάγησε.

Πολύ αργά ο Βενιζέλος, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, αποφάσισε να στείλει ελληνικό στρατό στον Πόντο. Για την ανάγκη αποστολής ελληνικού στρατού τον είχε ενημερώσει ένα χρόνο σχεδόν νωρίτερα και ο πολιτικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στον Πόντο Σταυριδάκης. Την λύση της στρατιωτικής επέμβασης πρότεινε πάλι ο Δ. Καθενιώτης στις 3 Ιουνίου του 1920. Όταν ο Βενιζέλος προέκρινε επιτέλους τη συγκεκριμένη λύση ως συμφέρουσα ήταν πάρα πολύ αργά. Πιστεύοντας ότι ο λαός θα τον ανταμείψει με την ψήφο του για τη διπλωματική επιτυχία που είχε στη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) προκήρυξε εκλογές στις 14 Νοεμβρίου 1920. Ηττήθηκε, όμως, από τη φιλομοναρχική παράταξη, η οποία είχε ως κεντρικό της σύνθημα την επιστροφή των στρατευμένων από το μέτωπο. Αν με τον Βενιζέλο ο ελληνισμός του Πόντου αφέθηκε να παλεύει μόνος του και αβοήθητος, με την φιλομοναρχική κυβέρνηση ο Πόντος καταποντίστηκε.

Όσο η Ελλάδα βυθιζόταν στις ασυμφωνίες της πολιτικής της η Τουρκία προχωρούσε σε συμφωνίες με τις υπόλοιπες δυνάμεις, που εμπλέκονταν στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα. Στις 16 Μαρτίου 1921 υπογράφτηκε το σοβιετοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, ενώ στις 20 Οκτωβρίου 1921 το γαλλοτουρκικό.

Μια ύστατη προσπάθεια για δημιουργία Ποντιοαρμενικού κράτους ξεκίνησε στις αρχές του 1922. Όμως τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ευνοούσαν πλέον τη διάσπαση και αποδυνάμωση της Τουρκίας. Ο Κεμάλ είχε τη φανερή υποστήριξη των μπολσεβίκων, των Γάλλων και των Ιταλών, ενώ η Αγγλία επιδοκίμαζε σιωπηρώς τις ενέργειες του. Ο Κεμάλ με τη βοήθεια των Μ. Δυνάμεων ανασύνταξε τον στρατό και άρχισε την αντεπίθεση. Τα αποτελέσματα του πολέμου αυτού έμειναν γνωστά στην συλλογική μας μνήμη, ως η Μικρασιατική Καταστροφή. Η εγκληματική παρουσία του Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη και η κυνικότητα με την οποία εγκατέλειψε τον ελληνικό πληθυσμό στη Σμύρνη, οι εικόνες της καιόμενης Σμύρνης με τα συμμαχικά πλοία να μην πράττουν το παραμικρό για να σώσουν τον ελληνισμό από τη σφαγή, αλλά και η εν γένει συμπεριφορά των Μεγάλων Δυνάμεων, οδήγησαν τον ελληνισμό στην μητροπολιτική Ελλάδα με το αίσθημα της προδοσίας και της εγκατάλειψης. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος θα σημειώσει στο περίφημο βιβλίο που έγραψε για τη Μητρόπολη Τραπεζούντας τα εξής: «Με την ένοχη συμμετοχή δυο μεγάλων δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας, κατά τα έτη 1914-1918, εσφάγη από τους Νεοτούρκους ολόκληρον έθνος, το Αρμενικόν, και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων απεσπάσθησαν βιαίως των εστιών τους και απέθανον εις την εξορία. Με την ένοχη συμμετοχή των συμμαχικών Χριστιανικών δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922, το εθνικό κίνημα των Τούρκων υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, συνεπλήρωσε το έργο των Νεοτούρκων».

Σύμφωνα με τον ιστορικό Κώστα Φωτιάδη που μελέτησε τα αρχεία των διπλωματικών αποστολών στον Πόντο «από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από 50%, βρήκαν οικτρό θάνατο μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα αμελέ ταμπουρού, που ήταν τάγματα θανάτου».

Η Μικρασιατική Καταστροφή σφραγίστηκε με την Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου του 1923. Με τη συνθήκη αυτή επιβεβαιωνόταν η νίκη του τουρκικού εθνικισμού σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής. Παράλληλα στις 30 Ιανουαρίου συμφωνήθηκε η Ανταλλαγή των πληθυσμών με συνέπεια η περιοχή να εξελιχθεί σε αμιγώς τουρκική επικράτεια. Περισσότεροι από 1.300.000 Έλληνες εγκατέλειψαν για πάντα τις πατρογονικές τους εστίες. Στην περιοχή του Πόντου παρέμειναν ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί οι οποίοι εξαιρέθηκαν της Συνθήκης, διότι το κριτήριο της ανταλλαγής ήταν η θρησκεία. Στα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών υπήρχαν επανειλημμένες αιτήσεις αυτών των ανθρώπων για να επιστρέψουν στην Ελλάδα (1930, 1939 και 1941). Η Ελλάδα μην θέλοντας να δημιουργήσει προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θεώρησε το θέμα ανύπαρκτο και δεν έλαβε καμιά μέριμνα γι’ αυτούς τους πληθυσμούς.

Ο προσφυγικός ελληνισμός που κατέφτασε ακρωτηριασμένος και ταλαιπωρημένος στην μητροπολιτική Ελλάδα μάζεψε τα κομμάτια της ζωής και της μνήμης και προσπάθησε να ορθοποδήσει στο νέο τόπο.

Χάρη στην εντιμότητα και την εργατικότητα τους οι πρόσφυγες κατάφεραν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναμορφώσουν ολόκληρη σχεδόν τη Βόρεια Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) Τζον Κάμπελ να δηλώσει το 1930 ότι δύσκολα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τον έρημο τόπο του 1923. Η συμβολή των προσφύγων στην ανάπτυξη της γεωργίας και γενικότερα του εμπορίου και της οικονομίας ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη της Ελλάδας.

Σήμερα, αδιάψευστοι μάρτυρες της μακρόχρονης ελληνικής παρουσίας στον Πόντο αποτελούν τα λείψανα του μνημειακού πολιτισμού. Ακόμη και ο πλέον ανυποψίαστος επισκέπτης στον Πόντο θα μπορέσει να αφουγκραστεί αυτήν την ελληνική παρουσία κοντά 3000 χρόνων, όπως αυτή αποτυπώνεται στα μνημεία, στη γλώσσα, στα έθιμα και γενικότερα στον υλικό και άυλο πολιτισμό.

 

Δρ. Θεοδόσης Κυριακίδης